Εδώ δε γράφω μόνο συνταγές, κατά καιρούς έχω καταγράψει αναμνήσεις των νεανικών μου χρόνων ή και μεταγενέστερων, οικογενειακών εμπειριών ή καταγραφές από τα πάτρια εδάφη.
Όλα αυτά έχουν το νόημα να καταγραφούν αναμνήσεις και εμπειρίες, να τις διαβάζουν κάποια στιγμή τα εγγόνια μου, γιατί τα παιδιά μου είχαν την τύχη κάποιων εμπειριών ή διηγήσεων των γονέων μου.
Έλεγαν δε όταν ήταν μικρά ότι ο παππούς τους λέει παραμύθια, όταν αναφερόταν σε γεγονότα του πολέμου, αλλά όταν μεγάλωσαν κατάλαβαν ότι ο παππούς δεν έλεγε παραμύθια.
Ελπίζω τα εγγόνια μου όταν θα μπορούν να διαβάσουν αυτό το κείμενο να μην λένε ότι η γιαγιά έγραφε παραμύθια, γιατί με τις σημερινές συνθήκες μόνο παραμύθια θα τους μοιάζουν.
Όπως έχω γράψει και άλλες φορές κατάγομαι από ένα πολύ μικρό χωριό, κάποτε ήταν κεφαλοχώρι αλλά με συνθήκες της εσωτερικής μετανάστευσης κατέληξε να είναι πολύ μικρό.
Τα χρόνια εκείνα που θα αναφερθώ οι κάτοικοι ήταν κατά κύριο λόγο γεωργοί και κτηνοτρόφοι.
Ο πατέρας μαζί με τα υπόλοιπα είχε και ένα μαγαζάκι γενικής χρήσεως στο οποίο έχω εργαστεί από τα πολύ μικρά μου χρόνια.
Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν την αυτάρκεια των τροφίμων είτε μέσω της παραγωγής τους είτε μέσω της ανταλλαγής και όταν λέω ανταλλαγής μέχρι και τα ψώνια τους γινόντουσαν με ανταλλαγή προϊόντων. Άλλο κεφάλαιο αυτό για άλλη φορά.
Το ψωμί τους λοιπόν το εξασφάλιζαν από τις καλλιέργειες σιτηρών , μη φανταστείτε τίποτα κάμπους, μικρά χωράφια απομακρυσμένα από τα όρια του χωριού και προσβάσιμα μόνο με τα ζώα μέσα από μικρά μονοπάτια που σήμερα δύσκολο να τα διαβείς.
Το Φθινόπωρο άρχιζε η σπορά με τη βοήθεια των ζώων να σούρνουν το αλέτρι.
Και αν η χρονιά πήγαινε καλά, καιρικές συνθήκες δύσκολες πάντα υπήρχαν, αρχές του καλοκαιριού άρχιζε η προετοιμασία για το θερισμό και το αλώνισμα.
Σε πρώτη φάση ετοιμαζόταν το αλώνι, καθαριζόταν από όλα τα χόρτα, δεν είχαμε πέτρινα αλώνια, και στη συνέχεια αλειφόταν με ένα επίχρισμα σβουνιάς ώστε να είναι έτοιμο όταν θα έφταναν τα δεμάτια του θερισμένου σταριού.
Ο θερισμός αποτελούσε οικογενειακή υπόθεση ίσως και μικρή βοήθεια από γείτονες. Τα δεμάτια φορτωνόντουσαν σε άλογα ή και γαϊδούρια και κάποιο μέλος της οικογένειας που δεν συμμετείχε στο θερισμό, συνήθως τα μεγαλύτερα παιδιά οδηγούσαν τα ζώα στο αλώνι ξεφόρτωναν τα δεμάτια και ξανά στο δρομολόγιο για την επόμενη μεταφορά.
Θα αραδιαζόντουσαν στο αλώνι γύρω από τον κεντρικό στύλο του αλωνιού και στη συνέχεια θα γινόταν το αλώνισμα με τη βοήθεια των αλόγων.
Ευχαριστώ πολύ τη φίλη μου και συντοπίτισσα Ντίνα για την παραχώρηση της πιο πάνω φωτογραφίας με του γονείς της να αλωνίζουν.
Ακολουθούσε το λίχνισμα, δηλαδή ο διαχωρισμός του καρπού από τα άχυρα, μια δύσκολη διαδικασία, ήθελε και μικρή βοήθεια από αέρα αλλά πολύ κόπο.
Τα άχυρα αποθηκεύονταν στον αχυρώνα μαζί με τα τριφύλλια και αποτελούσαν τις τροφές των ζώων για το χειμώνα ή όταν οι συνθήκες δεν επέτρεπαν βόσκηση.
Το σιτάρι μαζευόταν σε τσουβάλια και αποθηκευόταν στα κελάρια του σπιτιού.
Ο πατέρας φόρτωνε τσουβάλια σιταριού και πήγαινε στο νερόμυλο του χωριού, επιστρέφοντας με το αλεύρι. Η μάνα στη συνέχεια φρόντιζε αυτό το αλεύρι να αποθηκευτεί σωστά σε ξύλινη κασέλα που έκλεινε καλά και ήταν τοποθετημένη σε χώρο χωρίς υγρασία, ασβεστωμένο εκείνη την εποχή για πλήρη καθαριότητα και μακριά από μυρωδιές.
Θυμάμαι πάντα μέσα στην κασέλα είχε ένα πιάτο εμαγιέ το οποίο αποτελούσε το δοσομετρητή της.
Κάθε φορά που ζύμωνε κρατούσε ένα κομμάτι από το ζυμάρι, μεγέθους όσο ένα μεγάλο πορτοκάλι. Το έβαζε μέσα σε αυτό το πιάτο μαζί με αλεύρι και αυτό αποτελούσε τη “μαγια” για το επόμενο προζύμι.
Όταν ήταν λοιπόν να ζυμώσει από βραδύς έβγαζε αυτό το ζυμάρι- προζύμι το διέλυε με νερό και αλεύρι μέσα σε ένα κατσαρόλι και το τύλιγε μέσα σε μια κουβέρτα για όλη τη νύχτα. Αυτό θα ήταν το προζύμι.
Συνήθως το ζύμωμα γινόταν αξημέρωτα γιατί μετά θα πήγαινε στα χωράφια ή σε άλλες δουλειές μέσα στο σκαφίδι ζυμώματος.
Η ποσότητα που θα ετοιμαζόταν ήταν μεγάλη, συνήθως γέμιζε ένα μεγάλο χαλκωματένιο ταψί με τρία ή τέσσερα καρβέλια.
Το άφηνε να φουσκώσει και όταν επέστρεφε θα το έψηνε.
Θυμάμαι η πρώτη φορά που ζύμωσα θα ήμουνα γύρω στα οκτώ χρόνων και η μάνα κάπου έλειπε εκτός του χωριού. για να το θυμάμαι ακόμη ήταν φοβερή εμπειρία.
Σίγουρα θυμάμαι μια γειτόνισσα που βοήθησε να ανάψουμε τη γάστρα και στο ψήσιμο του ψωμιού.
Αυτό το ψωμί κρατούσε μέρες και ήταν το πιο νόστιμο ψωμί, το θυμούνται τα παιδιά μου και ίσως ήταν ο “σπόρος” να αρχίσουν να ζυμώνουν στο σπίτι τους.
Βέβαια να επισημάνω ότι διαφορετικοί σπόροι τότε διαφορετικές συνθήκες.
Όπως και νάναι προσπαθήστε να φτιάξετε και εσείς το δικό σας ψωμί και να δημιουργήσετε μνήμες.
Όμορφες αναμνήσεις….ευχαριστούμε και περιμένουμε κι άλλες παρόμοιες, έχουν πολύ ενδιαφέρον !!!
Πολύ όμορφες αναμνήσεις….ευχαριστούμε και περιμένουμε κι άλλες απ τη ζωή στο χωριό, έχουν πολύ ενδιαφέρον !!!!